- θερμάνας
- θερμά̱νᾱς , θερμαίνωwarmaor part act masc nom/voc sg (attic epic doric ionic aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κρυερόεις — κρυερόεις, εσσα, εν (Μ) αυτός που κρυώνει, που αισθάνεται ψύξη, ψυχρός («κρυερόεντα νῶτα θερμάνας έξ ἐρίων», Κ. Μανασσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κρυερός + κατάλ. όεις (πρβλ. αστερ όεις, χαριτ όεις)] … Dictionary of Greek